οκτωκαιδεκάπεδος

οκτωκαιδεκάπεδος
ὀκτωκαιδεκάπεδος, -ον (Α)
αυτός που έχει μήκος δεκαοκτώ ποδιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτωκαίδεκα «δεκαοκτώ» + -πεδος (< πέζα, δωρ. τ. για τη λ. πούς), πρβλ. εξά-πεδος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”